- πρωτοπαγαίνω
- βλ. πρωτοπηγαίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτοπηγαίνω — και πρωτοπαγαίνω Ν 1. πηγαίνω κάπου για πρώτη φορά 2. πηγαίνω κάπου πρώτος εγώ μεταξύ άλλων («όποιος πρωτοπαγαίνει στον μύλο αλέθει» λέγεται για όσους προλαβαίνουν τους άλλους και ωφελούνται από αυτό, παροιμ.) … Dictionary of Greek
πρωτοπηγαίνω — και πρωτοπαγαίνω πρωτοπήγα, πηγαίνω για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτοπήγα στο χωριό αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)